Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βουλαχεύς
βουλαχέω
βουλεία
βουλεῖον
βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βουλεύς
βούλευσις
βουλευτέον
βουλευτήρ
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βούλευτις
βουλευτός
βουλεύω
βουλεψίη
βουλή
βουληγορέω
View word page
βουλευτήρ
βουλ-ευτήρ
,
ῆρος
,
ὁ
,
A).
=
βουλευτής
,
Hsch.
s.v.
μάστροι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βουλευτήρ
Headword (normalized):
βουλευτήρ
Headword (normalized/stripped):
βουλευτηρ
IDX:
20590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20591
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουλ-ευτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βουλευτής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μάστροι</span> .</div> </div><br><br>'}