Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούκριος
βούκτησις
βουλαῖος
βούλακα
βουλάπαθον
βουλαπτεροῦν
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαφόρος
βουλαχεύς
βουλαχέω
βουλεία
βουλεῖον
βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βουλεύς
βούλευσις
βουλευτέον
βουλευτήρ
View word page
βουλαχεύς
βουλαχ-εύς, έως, , (perh. βοῦς, λαγχάνω) dub. sens. in Milet. 1(7). p.323 (Didyma).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουλαχεύς
Headword (normalized):
βουλαχεύς
Headword (normalized/stripped):
βουλαχευς
IDX:
20580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20581
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουλαχ-εύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, (perh. <span class="foreign greek">βοῦς, λαγχάνω</span>) dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Milet.</span> 1(7)</span>. <span class="bibl"> p.323 </span> (Didyma).</div><br><br>'}