Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βοῦκος
βουκράνιον
βούκρανος
βούκριος
βούκτησις
βουλαῖος
βούλακα
βουλάπαθον
βουλαπτεροῦν
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαφόρος
βουλαχεύς
βουλαχέω
βουλεία
βουλεῖον
βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βουλεύς
View word page
βουλαρχία
βουλαρχ-ία
,
ἡ
,
A).
office of
βούλαρχος
,
IG
9(1).228
(Drymaea),
12(2).484.7
(Mytilene).
ShortDef
office of βούλαρχος
Debugging
Headword:
βουλαρχία
Headword (normalized):
βουλαρχία
Headword (normalized/stripped):
βουλαρχια
IDX:
20577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20578
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουλαρχ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of</span> <span class="foreign greek">βούλαρχος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).228 </span> (Drymaea), <span class="bibl"> 12(2).484.7 </span> (Mytilene).</div> </div><br><br>'}