Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουκόρυζα
βουκόρυζος
βοῦκος
βουκράνιον
βούκρανος
βούκριος
βούκτησις
βουλαῖος
βούλακα
βουλάπαθον
βουλαπτεροῦν
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαφόρος
βουλαχεύς
βουλαχέω
βουλεία
βουλεῖον
βουλεκκλησία
βούλευμα
View word page
βουλαπτεροῦν
βουλαπτεροῦν, etym. of βλαβερόν (βουλόμενον ἅπτειν ῥοῦν), Pl. Cra. 417e .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουλαπτεροῦν
Headword (normalized):
βουλαπτεροῦν
Headword (normalized/stripped):
βουλαπτερουν
IDX:
20575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20576
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουλαπτεροῦν</span>, etym. of <span class="foreign greek">βλαβερόν </span>(<span class="etym greek">βουλόμενον ἅπτειν ῥοῦν</span>), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg005.perseus-grc1:417e" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg005.perseus-grc1:417e/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cra.</span> 417e </a>.</div><br><br>'}