Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουκονιστήριον
βουκόπια
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βοῦκος
βουκράνιον
βούκρανος
βούκριος
βούκτησις
βουλαῖος
βούλακα
βουλάπαθον
βουλαπτεροῦν
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαφόρος
βουλαχεύς
βουλαχέω
βουλεία
βουλεῖον
View word page
βούλακα
βούλακα· βόλου ὄνομα, i.e. throw at dice, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούλακα
Headword (normalized):
βούλακα
Headword (normalized/stripped):
βουλακα
IDX:
20573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βούλακα·</span> <span class="foreign greek">βόλου ὄνομα</span>, i.e. throw at dice, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}