Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουκολίσκος
βούκολος
βουκονιστήριον
βουκόπια
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βοῦκος
βουκράνιον
βούκρανος
βούκριος
βούκτησις
βουλαῖος
βούλακα
βουλάπαθον
βουλαπτεροῦν
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαφόρος
βουλαχεύς
βουλαχέω
View word page
βούκτησις
βούκτησις· φυσητική, Hsch.; cf. βύκτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούκτησις
Headword (normalized):
βούκτησις
Headword (normalized/stripped):
βουκτησις
IDX:
20571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20572
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βούκτησις·</span> <span class="foreign greek">φυσητική</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">βύκτης</span>.</div><br><br>'}