Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
βουκολίζω
βουκολικός
βουκολίνη
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
βούκολος
βουκονιστήριον
βουκόπια
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βοῦκος
βουκράνιον
βούκρανος
βούκριος
βούκτησις
View word page
βουκολίσκος
βουκολ-ίσκος, , a kind of
A). bandage, Gal. 18(1).777 .


ShortDef

bandage; cowboy

Debugging

Headword:
βουκολίσκος
Headword (normalized):
βουκολίσκος
Headword (normalized/stripped):
βουκολισκος
IDX:
20561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20562
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουκολ-ίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bandage</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).777 </span>.</div> </div><br><br>'}