Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουκέρως
βουκεφάλας
βουκεφάλιον
βουκέφαλος
βουκινίζω
βουκλόπος
βουκολεῖον
βουκολέω
βουκόλημα
βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
βουκολίζω
βουκολικός
βουκολίνη
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
View word page
βουκολητής
βουκολ-ητής, οῦ, ,
A). deceiver, Hsch.


ShortDef

deceiver

Debugging

Headword:
βουκολητής
Headword (normalized):
βουκολητής
Headword (normalized/stripped):
βουκολητης
IDX:
20551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουκολ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deceiver</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}