Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθήλεια
βουθοίνης
βουθόρος
βούθορος
βούθουτον
βουθυσία
βουθύσιον
βουθυτέω
βουθύτης
βούθυτος
βουθώνης
βουκαῖος
βουκανάω
βουκανῆ
βουκάπη
View word page
βούθουτον
βού-θουτον, τό, a plant,
A). = ἀμέμαρον ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούθουτον
Headword (normalized):
βούθουτον
Headword (normalized/stripped):
βουθουτον
IDX:
20522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βού-θουτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a plant, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀμέμαρον</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}