Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούδιον
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθήλεια
βουθοίνης
βουθόρος
βούθορος
βούθουτον
βουθυσία
βουθύσιον
βουθυτέω
βουθύτης
βούθυτος
βουθώνης
βουκαῖος
βουκανάω
βουκανῆ
View word page
βούθορος
βού-θορος,
A). = βουθερής , Hsch. s. h. v.


ShortDef

affording summer pasture

Debugging

Headword:
βούθορος
Headword (normalized):
βούθορος
Headword (normalized/stripped):
βουθορος
IDX:
20521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20522
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βού-θορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βουθερής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s. h. v. </div> </div><br><br>'}