Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βουγονής
βουδάκη
βουδεψήϊον
βούδιον
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθήλεια
βουθοίνης
βουθόρος
βούθορος
βούθουτον
βουθυσία
βουθύσιον
βουθυτέω
βουθύτης
βούθυτος
βουθώνης
View word page
βουθήλεια
βου-θήλεια
,
ἡ
,
A).
=
δάμαλις
,
Gp.
17.2
tit. (pl.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βουθήλεια
Headword (normalized):
βουθήλεια
Headword (normalized/stripped):
βουθηλεια
IDX:
20518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20519
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-θήλεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δάμαλις</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 17.2 </span> tit. (pl.).</div> </div><br><br>'}