Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
βουβωνώδης
βουγάϊος
βουγενής
βούγλωσσον
βούγλωσσος
βουγονής
βουδάκη
βουδεψήϊον
βούδιον
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθήλεια
βουθοίνης
βουθόρος
βούθορος
View word page
βούδιον
βούδιον, τό,
A). v. βοΐδιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούδιον
Headword (normalized):
βούδιον
Headword (normalized/stripped):
βουδιον
IDX:
20511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20512
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βούδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βοΐδιον</span> .</div> </div><br><br>'}