Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουβωνοκήλη
βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
βουβωνώδης
βουγάϊος
βουγενής
βούγλωσσον
βούγλωσσος
βουγονής
βουδάκη
βουδεψήϊον
βούδιον
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθήλεια
βουθοίνης
βουθόρος
View word page
βουδεψήϊον
βου-δεψήϊον, τό,
A). tannery, Id.


ShortDef

tannery

Debugging

Headword:
βουδεψήϊον
Headword (normalized):
βουδεψήϊον
Headword (normalized/stripped):
βουδεψηιον
IDX:
20510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20511
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-δεψήϊον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tannery</span>, Id.</div> </div><br><br>'}