Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βουβόσιον
βουβίλιξ
βούβοσις
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
βουβώνιον
βουβωνίσκος
βουβωνοειδής
βουβωνοκήλη
βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
βουβωνώδης
βουγάϊος
βουγενής
βούγλωσσον
βούγλωσσος
View word page
βουβώνιον
βουβών-ιον
,
τό
,
A).
=
ἀστὴρ Ἀττικός
,
Dsc.
4.119
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βουβώνιον
Headword (normalized):
βουβώνιον
Headword (normalized/stripped):
βουβωνιον
IDX:
20497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20498
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουβών-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀστὴρ Ἀττικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.119 </span>.</div> </div><br><br>'}