Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούβελα
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβίλιξ
βούβοσις
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
βουβώνιον
βουβωνίσκος
βουβωνοειδής
βουβωνοκήλη
βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
βουβωνώδης
βουγάϊος
βουγενής
View word page
βουβωνιασκόπος
βουβων-ιασκόπος, ,
A). one who treats βουβῶνες by magic, Hsch., EM 206.25 .


ShortDef

one who treats

Debugging

Headword:
βουβωνιασκόπος
Headword (normalized):
βουβωνιασκόπος
Headword (normalized/stripped):
βουβωνιασκοπος
IDX:
20495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20496
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουβων-ιασκόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who treats</span> <span class="foreign greek">βουβῶνες</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by magic</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 206.25 </span>.</div> </div><br><br>'}