Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούβαλος
βουβάρας
βούβαστις
βουβαστεῖον
βουβάστια
βούβαστις
βουβαυκαλόσαυλος
βούβελα
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβίλιξ
βούβοσις
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
βουβώνιον
βουβωνίσκος
View word page
βουβίλιξ
βου-βίλιξ· σιταποχία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουβίλιξ
Headword (normalized):
βουβίλιξ
Headword (normalized/stripped):
βουβιλιξ
IDX:
20488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-βίλιξ·</span> <span class="foreign greek">σιταποχία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}