Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βουβάλειος
βουβάλια
βούβαλις
βούβαλος
βουβάρας
βούβαστις
βουβαστεῖον
βουβάστια
βούβαστις
βουβαυκαλόσαυλος
βούβελα
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβίλιξ
βούβοσις
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
View word page
βούβελα
βούβελα·
κρέα βόεια
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βούβελα
Headword (normalized):
βούβελα
Headword (normalized/stripped):
βουβελα
IDX:
20485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20486
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βούβελα·</span> <span class="foreign greek">κρέα βόεια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}