Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουαγετόν
βουβάλειος
βουβάλια
βούβαλις
βούβαλος
βουβάρας
βούβαστις
βουβαστεῖον
βουβάστια
βούβαστις
βουβαυκαλόσαυλος
βούβελα
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβίλιξ
βούβοσις
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
View word page
βουβαυκαλόσαυλος
βουβαυκαλόσαυλος, com. compd., prob. in Anaxandr. 41.5 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουβαυκαλόσαυλος
Headword (normalized):
βουβαυκαλόσαυλος
Headword (normalized/stripped):
βουβαυκαλοσαυλος
IDX:
20484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουβαυκαλόσαυλος</span>, com. compd., prob. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0405.tlg001:41:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0405.tlg001:41.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anaxandr.</span> 41.5 </a>.</div><br><br>'}