βουβάλια
βουβάλια [βᾰ],, a kind of
A). bracelets, , 33 , 59 Decl. 32.30 , cf. EM 206.16 ; Ἐρωτίων καὶ βουβαλίων ζεῦγος IG 11(2).161 B 118 (Delos, iii B. C.).
II). sg., βουβάλιον, τό, = σίκυς ἄγριος , Ps.- , 4.150 ap. (but in masc. form βουβάλιος, ὁ, Id. ap. ). 19.89