βουαγετόν
βουαγετόν· ὑπὸ βοῶν εἱλκυσμένον ζύλον ( Lacon.), βουᾱγόρ, ὁ,(ἄγω) Lacon.,
A). leader of a βοῦα at Sparta, Id., IG 5(1).257 , al.:—also βοᾱγόρ, ib. 292 :—βουᾱγός, βοᾱγός, ib. 283 , 523 . βουάκραι, palms ( Lacon.), βουάρχη, gloss on βούπρωρος , Id.