Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βότις
βοτόν
βότραχος
βοτρεύς
βοτρύδιον
βοτρυδόν
βοτρυηρός
βοτρυηφόρος
βοτρύϊος
βοτρυΐτης
βοτρυμός
βοτρυόδωρος
βοτρυοειδής
βοτρυόεις
βοτρυόκοσμος
βότρυον
βοτρυόομαι
βοτρυόπαις
βοτρυοσταγής
βοτρυοστέφανος
βοτρυοφορέω
View word page
βοτρυμός
βοτρυμός· τρυγητός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοτρυμός
Headword (normalized):
βοτρυμός
Headword (normalized/stripped):
βοτρυμος
IDX:
20456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20457
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοτρυμός·</span> <span class="foreign greek">τρυγητός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}