Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτέω
βοτήρ
βοτηρικός
βότης
βότις
βοτόν
βότραχος
βοτρεύς
βοτρύδιον
βοτρυδόν
βοτρυηρός
βοτρυηφόρος
βοτρύϊος
βοτρυΐτης
βοτρυμός
βοτρυόδωρος
βοτρυοειδής
View word page
βότραχος
βότρᾰχος,
A). v. βάτραχος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βότραχος
Headword (normalized):
βότραχος
Headword (normalized/stripped):
βοτραχος
IDX:
20448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20449
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βότρᾰχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βάτραχος</span> .</div> </div><br><br>'}