Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίδιον
βοτανίζω
βοτανικός
βοτάνιον
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτέω
βοτήρ
βοτηρικός
βότης
βότις
βοτόν
βότραχος
βοτρεύς
View word page
βοτανολόγος
βοτᾰνο-λόγος, ,
A). gatherer of herbs, Zonar.


ShortDef

gatherer of herbs

Debugging

Headword:
βοτανολόγος
Headword (normalized):
βοτανολόγος
Headword (normalized/stripped):
βοτανολογος
IDX:
20439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20440
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοτᾰνο-λόγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gatherer of herbs</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}