Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίδιον
βοτανίζω
βοτανικός
βοτάνιον
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτέω
βοτήρ
βοτηρικός
βότης
βότις
βοτόν
βότραχος
View word page
βοτανολογία
βοτᾰνο-λογία, ,
A). weeding, POxy. 1631.26 (iii A. D.).


ShortDef

weeding

Debugging

Headword:
βοτανολογία
Headword (normalized):
βοτανολογία
Headword (normalized/stripped):
βοτανολογια
IDX:
20438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20439
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοτᾰνο-λογία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weeding,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1631.26 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}