Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἆθλος
ἀθλοσύνη
ἀθλοφόρος
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἄθορος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
ἄθουρος
ἀθραγένη
ἄθρακτος
ἀθράνευτος
ἀθράσυντος
ἄθραυστος
ἄθρεπτος
ἀθρέω
ἀθρήματα
ἀθρήνητος
ἀθρηνί
ἀθρητέον
ἀθρίγγωτος
View word page
ἄθρακτος
ἄθρακτος, ον , (θράσσὠ
A). = ἀτάρακτος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄθρακτος
Headword (normalized):
ἄθρακτος
Headword (normalized/stripped):
αθρακτος
IDX:
2042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄθρακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (θράσσὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀτάρακτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}