βοτάνη
βοτάνη [ᾰ],(βόσκω)
A). pasture, , 13.493 Prt. 321b , etc.; ἐκ βοτάνης ἀνιόντα ; 25.87 ἐν β. ; 28.12 ἔγρονται ἐς βοτάναν Fr. 773.29 ; β. ἁ λέοντος the lion's pasture, i.e. Nemea, N. 6.42 : metaph., ὥσπερ ἐν κακῇ β. τρεφόμενοι R. 401c .
4). in pl., plants, as material for making clothes, opp. δοραί, Oen. 10 .
6). ἱερὰ β., = περιστερεών , . 4.60