Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
βόσπορος
βοσπόριος
βοσπορεῖον
βοσπορίτης
βοσπορανός
βοστρυχηδόν
βοστρυχιδῆ
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
View word page
βοστρυχιδῆ
βοστρῠχ-ιδῆ· πολυκαμπῆ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοστρυχιδῆ
Headword (normalized):
βοστρυχιδῆ
Headword (normalized/stripped):
βοστρυχιδη
IDX:
20420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοστρῠχ-ιδῆ·</span> <span class="foreign greek">πολυκαμπῆ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}