Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βορηά
Βορηϊάς
βορθαγορίσκεα
Βορθεία
βοριαῖος
βόρμαξ
βόρμος
βοροποιός
βορός
βορός
βορράζων
Βορρᾶθεν
α1
Βορραπηλιώτης
Βορρᾶς
βορρόλιψ
βορσόν
βόρυβος
βόρυες
Βορυσθένης
βόσις
View word page
βορράζων
βορράζων· ψοφῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βορράζων
Headword (normalized):
βορράζων
Headword (normalized/stripped):
βορραζων
IDX:
20391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βορράζων·</span> <span class="foreign greek">ψοφῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}