Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Βορεῆτις
βορειαῖος
βορεινός
Βορειόθεν
βορεῖον
βόρειος
βορεύς
βορεύω
βορηά
Βορηϊάς
βορθαγορίσκεα
Βορθεία
βοριαῖος
βόρμαξ
βόρμος
βοροποιός
βορός
βορός
βορράζων
Βορρᾶθεν
α1
View word page
βορθαγορίσκεα
βορθαγορίσκεα· τὰ χοίρεια κρέα: and βορθαγορίσκοι· μικροὶ χοῖροι ( Lacon.), Hsch.; cf. ὀρθαγορίσκος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βορθαγορίσκεα
Headword (normalized):
βορθαγορίσκεα
Headword (normalized/stripped):
βορθαγορισκεα
IDX:
20383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20384
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βορθαγορίσκεα·</span> <span class="foreign greek">τὰ χοίρεια κρέα</span>: and <span class="orth greek">βορθαγορίσκοι·</span> <span class="foreign greek">μικροὶ χοῖροι</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ὀρθαγορίσκος</span>.</div><br><br>'}