Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Βορέηνδε
Βορεῆτις
βορειαῖος
βορεινός
Βορειόθεν
βορεῖον
βόρειος
βορεύς
βορεύω
βορηά
Βορηϊάς
βορθαγορίσκεα
Βορθεία
βοριαῖος
βόρμαξ
βόρμος
βοροποιός
βορός
βορός
βορράζων
Βορρᾶθεν
View word page
Βορηϊάς
Βορηϊάς
,
βορήϊος
,
Βορῆς
,
A).
v.
Βορειάς, βόρειος, Βορέας
.
ShortDef
a Boread, daughter of Boreas
Debugging
Headword:
Βορηϊάς
Headword (normalized):
βορηϊάς
Headword (normalized/stripped):
βορηιας
IDX:
20382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20383
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Βορηϊάς</span>, <span class="orth greek">βορήϊος</span>, <span class="orth greek">Βορῆς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Βορειάς, βόρειος, Βορέας</span> .</div> </div><br><br>'}