Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βορβορῖται
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
βορβορυγμός
βορβορώδης
βορβορωπόν
βορβόρωσις
βορβύλα
Βορεάδης
Βορέας
Βορεάς
Βορεασμός
Βορέηθεν
Βορέηνδε
Βορεῆτις
βορειαῖος
View word page
βορβορωπόν
βορβορ-ωπόν· αἰσχρόν, βορβόρῳ ἐμφερές, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βορβορωπόν
Headword (normalized):
βορβορωπόν
Headword (normalized/stripped):
βορβορωπον
IDX:
20364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20365
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βορβορ-ωπόν·</span> <span class="foreign greek">αἰσχρόν, βορβόρῳ ἐμφερές</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}