Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορισμός
βορβορῖται
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
βορβορυγμός
βορβορώδης
βορβορωπόν
βορβόρωσις
βορβύλα
Βορεάδης
Βορέας
Βορεάς
Βορεασμός
View word page
βορβοροφόρβα
βορβορο-φόρβα, , fem. Adj.
A). feeding on filth, PMag.Par. 1.1402 .


ShortDef

feeding on filth

Debugging

Headword:
βορβοροφόρβα
Headword (normalized):
βορβοροφόρβα
Headword (normalized/stripped):
βορβοροφορβα
IDX:
20360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20361
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βορβορο-φόρβα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. Adj. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">feeding on filth,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1402 </span>.</div> </div><br><br>'}