Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοοσφαγία
βοοτρόφος
βοόω
βορά
βοράζω
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορισμός
βορβορῖται
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
βορβορυγμός
βορβορώδης
βορβορωπόν
View word page
βορβορῖται
βορβορ-ῖται, οἱ, name of a guild at Thera, IG 12(3).6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βορβορῖται
Headword (normalized):
βορβορῖται
Headword (normalized/stripped):
βορβοριται
IDX:
20354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20355
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βορβορ-ῖται</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, name of a guild at Thera, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(3).6 </span>.</div><br><br>'}