Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βοόστολος
βοοσφαγία
βοοτρόφος
βοόω
βορά
βοράζω
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορισμός
βορβορῖται
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
βορβορυγμός
βορβορώδης
View word page
βορβορισμός
βορβορ-ισμός
,
ὁ
,
A).
=
βορβορυγμός
,
Cael.Aur.
CP
3.20.194
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βορβορισμός
Headword (normalized):
βορβορισμός
Headword (normalized/stripped):
βορβορισμος
IDX:
20353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20354
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βορβορ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βορβορυγμός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cael.Aur.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">CP</span> 3.20.194 </span>.</div> </div><br><br>'}