Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοόστασις
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοοτρόφος
βοόω
βορά
βοράζω
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορισμός
βορβορῖται
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
View word page
βοράω
βοράω,
A). eat, EM 216.14 .


ShortDef

eat

Debugging

Headword:
βοράω
Headword (normalized):
βοράω
Headword (normalized/stripped):
βοραω
IDX:
20351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20352
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eat,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 216.14 </span>.</div> </div><br><br>'}