Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοοστάσιον
βοόστασις
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοοτρόφος
βοόω
βορά
βοράζω
βόρασσος
βόρατον
View word page
βοοστάσιον
βοο-στάσιον
[ᾰ]
,
τό
, = sq.,
Stud.Pal.
20.74
(iii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βοοστάσιον
Headword (normalized):
βοοστάσιον
Headword (normalized/stripped):
βοοστασιον
IDX:
20340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20341
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοο-στάσιον</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pal.</span> 20.74 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}