Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβύλη
Βομβυλία
βομβυλιάζω
βομβύλιον
βομβυλιός
βομβυλίς
βόμβυξ
βομβώδης
βομβών
βόνασος
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
View word page
βομβών
βομβών
,
ῶνος
,
ὁ
, late form for
βονβών
, Moeris
94
, Hdn.Gr.
1.23
,
2.483
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βομβών
Headword (normalized):
βομβών
Headword (normalized/stripped):
βομβων
IDX:
20325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20326
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βομβών</span>, <span class="itype greek">ῶνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, late form for <span class="foreign greek">βονβών</span>, Moeris<span class="bibl"> 94 </span>, Hdn.Gr.<span class="bibl"> 1.23 </span>, <span class="bibl"> 2.483 </span>.</div><br><br>'}