Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βομβόχυλον
βομβρύζων
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβύλη
Βομβυλία
βομβυλιάζω
βομβύλιον
βομβυλιός
βομβυλίς
βόμβυξ
βομβώδης
βομβών
βόνασος
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
View word page
βομβύλιον
βομβῠ/λι-ον
,
τό
,
A).
=
βολβίδιον
,
Gal.
19.89
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βομβύλιον
Headword (normalized):
βομβύλιον
Headword (normalized/stripped):
βομβυλιον
IDX:
20320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20321
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βομβῠ/λι-ον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βολβίδιον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.89 </span>.</div> </div><br><br>'}