Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βόλυνθον
βομβάζω
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
βόμβησις
βομβητής
βομβητικός
βομβοία
βόμβος
βομβόχυλον
βομβρύζων
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβύλη
Βομβυλία
View word page
βομβοία
βομβοία· κολυμβὰς ἐλαία ( Cypr.), Hsch.: βομβοιλαδόνας· ἐνιαυτούς, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βομβοία
Headword (normalized):
βομβοία
Headword (normalized/stripped):
βομβοια
IDX:
20308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βομβοία·</span> <span class="foreign greek">κολυμβὰς ἐλαία</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: <span class="orth greek">βομβοιλαδόνας·</span> <span class="foreign greek">ἐνιαυτούς</span>, Id.</div><br><br>'}