Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄθλητος
ἀθλιβής
ἄθλιβος
ἀθλιόομαι
ἀθλιοποιός
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἄθλιπτος
ἀθλοθεσία
ἀθλοθετέω
ἀθλοθετήρ
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοσύνη
ἀθλοφόρος
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἄθορος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
View word page
ἀθλοθετήρ
ἀθλο-θετήρ, ῆρος, , = sq., IG 5(1).456 (Sparta), 14.1815 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀθλοθετήρ
Headword (normalized):
ἀθλοθετήρ
Headword (normalized/stripped):
αθλοθετηρ
IDX:
2029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2030
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀθλο-θετήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).456 </span> (Sparta), <span class="bibl"> 14.1815 </span>.</div><br><br>'}