ἄβροχος
ἄβροχ-ος, ον,(βρέχω)
A). unwetted, unmoistened, , 2.21 Th. 339 , W.; p.183 κατὰ πόντον ἄ. ἀΐσσεις ( v.l. 2.143 ἄτρομος ): c. gen., ἅλμης D. 1.75 . Adv. -χως without getting wet, Or. 11.217 .
3). not inundated, (iii B. C.), 1.85 BGU 455 (i A. D.), etc.