Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βολίταινα
βολίτινος
βόλιτον
βόλλα
βόλλομαι
βολλωτός
βολοί
βολοκτυπίη
βόλομαι
βόλος
βόλυβδος
βόλυνθον
βομβάζω
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
βόμβησις
βομβητής
βομβητικός
View word page
βόλυβδος
βόλυβδος
,
ὁ
,
A).
=
μόλυβδος
,
Tab.Defix.
107
(iv B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βόλυβδος
Headword (normalized):
βόλυβδος
Headword (normalized/stripped):
βολυβδος
IDX:
20297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20298
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βόλυβδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μόλυβδος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Defix.</span> 107 </span> (iv B. C.).</div> </div><br><br>'}