Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βολβάριον
βόλβιθος
βολβίνη
βολβίον
βολβίσκος
βολβιτίνη
βόλβιτον
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοτύνη
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίδιον
βολίζη
βολίζω
View word page
βολβοτύνη
βολβοτύνη,
A). v. βολβιτίνη .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βολβοτύνη
Headword (normalized):
βολβοτύνη
Headword (normalized/stripped):
βολβοτυνη
IDX:
20270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βολβοτύνη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βολβιτίνη</span> .</div> </div><br><br>'}