Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Βοιωτιουργής
Βοιωτός
Βοκόπια
βολαῖος
βολαυγέω
βόλβα
βολβάριον
βόλβιθος
βολβίνη
βολβίον
βολβίσκος
βολβιτίνη
βόλβιτον
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοτύνη
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
View word page
βολβίσκος
βολβ-ίσκος, , AP 11.35 ( Phld.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βολβίσκος
Headword (normalized):
βολβίσκος
Headword (normalized/stripped):
βολβισκος
IDX:
20264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20265
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βολβ-ίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 11.35 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span></span>).</div><br><br>'}