Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
βοιωτιάζω
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
Βοκόπια
βολαῖος
βολαυγέω
βόλβα
βολβάριον
βόλβιθος
βολβίνη
βολβίον
βολβίσκος
βολβιτίνη
βόλβιτον
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοτύνη
βολβοφακῆ
View word page
βόλβιθος
βόλβιθος, ,
A). v. βόλιτον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βόλβιθος
Headword (normalized):
βόλβιθος
Headword (normalized/stripped):
βολβιθος
IDX:
20261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βόλβιθος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βόλιτον</span> .</div> </div><br><br>'}