Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βόημα
βοηνόμος
βόηξ
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητικός
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
View word page
βοητικός
βο-ητικός, , όν, gloss on foreg., Sch. A. l.c.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοητικός
Headword (normalized):
βοητικός
Headword (normalized/stripped):
βοητικος
IDX:
20232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βο-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, gloss on foreg., Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> </span> l.c.</div><br><br>'}