Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοηθητέον
βοηθητικός
βοηθόος
βοηθοῦρα
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βόημα
βοηνόμος
βόηξ
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητικός
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
View word page
βόηξ
βόηξ,
A). v. βόαξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βόηξ
Headword (normalized):
βόηξ
Headword (normalized/stripped):
βοηξ
IDX:
20228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βόηξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βόαξ</span> .</div> </div><br><br>'}