Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
βοηθόος
βοηθοῦρα
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βόημα
βοηνόμος
βόηξ
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητικός
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
View word page
βόημα
βόημα,
A). v. βόᾱμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βόημα
Headword (normalized):
βόημα
Headword (normalized/stripped):
βοημα
IDX:
20226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βόημα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βόᾱμα</span> .</div> </div><br><br>'}