Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βοηδρομέω
βοηδρόμια
βοηδρομίη
βοηδρόμιος
βοηδρομιών
βοήδρομος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθηματικός
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
βοηθόος
βοηθοῦρα
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
View word page
βοηθηματικός
βοηθ-ημᾰτικός
,
ή
,
όν
,
A).
=
βοηθητικός
,
Dsc.
Alex.Praef.
,
Gal.
19.395
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βοηθηματικός
Headword (normalized):
βοηθηματικός
Headword (normalized/stripped):
βοηθηματικος
IDX:
20215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20216
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοηθ-ημᾰτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βοηθητικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alex.Praef.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.395 </span>.</div> </div><br><br>'}