Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁβρότιμος
ἀβροτίνη
ἀβροτόνινος
ἀβροτονίτης
ἀβρότονον
ἄβροτος
ἁβροχαίτης
ἀβροχέω
ἀβροχία
ἀβροχικός
ἀβρόχιστος
ἄβροχος
ἁβροχίτων
ἅβρυνα
ἁβρυντής
ἁβρύνω
ἄβρυστος
ἅβρωμα
ἄβρωμος
Ἄβρων
ἀβρώς
View word page
ἀβρόχιστος
ἀβρόχ-ιστος
,
ον
, = foreg.,
PGoodsp.
15.22
(iv A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀβρόχιστος
Headword (normalized):
ἀβρόχιστος
Headword (normalized/stripped):
αβροχιστος
IDX:
201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-202
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβρόχ-ιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGoodsp.</span> 15.22 </span> (iv A. D.).</div><br><br>'}